- γέλως
- γέλως1 laughter
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» … Dictionary of Greek
γέλως — γέλω̆ς , γέλως laughter masc acc pl γέλω̆ς , γέλως laughter masc nom sg γέλως laughter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαρδώνιος γέλως. — σαρδώνιος γέλως. См. Сардонический смех … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄσβεστος γέλως. — ἄσβεστος γέλως. См. Гомерический смех … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Σαρδόνιος γέλως — (σαρδόνιο γέλιο). Η φράση προέρχεται από το φυτό sardonia herba (χόρτο της Σαρδηνίας). Οι παλιότεροι πίστευαν πως το φυτό αυτό προκαλούσε νευρικό γέλιο. Γι’ αυτό και σ.γ. σημαίνει πικρό ή ειρωνικό γέλιο … Dictionary of Greek
γέλω — γέλως laughter dat sg (epic) γέλως laughter masc dat sg γέλω̆ , γέλως laughter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώτοιν — γέλως laughter masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώτων — γέλως laughter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέλωσι — γέλως laughter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέλωσιν — γέλως laughter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέλωτα — γέλως laughter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)